- πεντάτομον
- πεντά-τομον, τό,A = πεντέφυλλον, Dsc.4.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντάτομον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάτομον — τὸ, Α το ποώδες φυτό πεντάφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + τομον (< τέμνω)] … Dictionary of Greek